συντέλεσμα: Difference between revisions

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
(6_21)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συντέλεσμα''': τό, κοινὴ [[συνδρομή]], [[συνεισφορά]], Ἔσδρ. Δευτερ. Δ΄,13 (Συμπλ.). ΙΙ. [[συμπλήρωσις]], Βρούτ. Ἐπιστ. ἐν Προοιμ.
|lstext='''συντέλεσμα''': τό, κοινὴ [[συνδρομή]], [[συνεισφορά]], Ἔσδρ. Δευτερ. Δ΄,13 (Συμπλ.). ΙΙ. [[συμπλήρωσις]], Βρούτ. Ἐπιστ. ἐν Προοιμ.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[συντελῶ]]<br /><b>1.</b> [[συνεισφορά]]<br /><b>2.</b> [[συμπλήρωση]]<br /><b>3.</b> [[λύση]] προβλήματος.
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντέλεσμα Medium diacritics: συντέλεσμα Low diacritics: συντέλεσμα Capitals: ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΑ
Transliteration A: syntélesma Transliteration B: syntelesma Transliteration C: syntelesma Beta Code: sunte/lesma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A joint contribution, Al.Esdr.4.13, PLips.64.39 (iv A.D.).    II completion, Brut.Ep. Praef.    III solution of a problem, ἡ τετρακτὺς πρὸς πολλὰ διατείνει φυσικὰ σ. Porph.VP20.

Greek (Liddell-Scott)

συντέλεσμα: τό, κοινὴ συνδρομή, συνεισφορά, Ἔσδρ. Δευτερ. Δ΄,13 (Συμπλ.). ΙΙ. συμπλήρωσις, Βρούτ. Ἐπιστ. ἐν Προοιμ.

Greek Monolingual

τὸ, Α συντελῶ
1. συνεισφορά
2. συμπλήρωση
3. λύση προβλήματος.