χειροδύναμος: Difference between revisions
From LSJ
(46) |
(No difference)
|
Revision as of 12:56, 29 September 2017
Greek Monolingual
και χεροδύναμος, -η, -ο, Ν
αυτός που έχει δυνατά χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -δύναμος (< δύναμη), πρβλ. παντο-δύναμος].