συνεπικουρώ: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut

Menander, Monostichoi, 86
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=-έω, ΜΑ<br />[[επικουρώ]] κάποιον σε [[συνεργασία]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>αστρολ.</b> (για πλανήτες) [[είμαι]] [[επίσης]] [[δορυφόρος]] [[μαζί]] με άλλον («ἡλίῳ συμφωνεῑν καὶ συνεπικουρεῑν φασὶ Κρόνον τε καὶ Δία», Σέξτ. Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐπικουρῶ</i> «[[βοηθώ]]»].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω, ΜΑ<br />[[επικουρώ]] κάποιον σε [[συνεργασία]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>αστρολ.</b> (για πλανήτες) [[είμαι]] [[επίσης]] [[δορυφόρος]] [[μαζί]] με άλλον («ἡλίῳ συμφωνεῑν καὶ συνεπικουρεῑν φασὶ Κρόνον τε καὶ Δία», Σέξτ. Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐπικουρῶ</i> «[[βοηθώ]]»].
|mltxt=-έω, ΜΑ<br />[[επικουρώ]] κάποιον σε [[συνεργασία]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>αστρολ.</b> (για πλανήτες) [[είμαι]] [[επίσης]] [[δορυφόρος]] [[μαζί]] με άλλον («ἡλίῳ συμφωνεῑν καὶ συνεπικουρεῑν φασὶ Κρόνον τε καὶ Δία», Σέξτ. Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐπικουρῶ</i> «[[βοηθώ]]»].
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ
επικουρώ κάποιον σε συνεργασία με κάποιον άλλο
αρχ.
αστρολ. (για πλανήτες) είμαι επίσης δορυφόρος μαζί με άλλον («ἡλίῳ συμφωνεῑν καὶ συνεπικουρεῑν φασὶ Κρόνον τε καὶ Δία», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπικουρῶ «βοηθώ»].

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ
επικουρώ κάποιον σε συνεργασία με κάποιον άλλο
αρχ.
αστρολ. (για πλανήτες) είμαι επίσης δορυφόρος μαζί με άλλον («ἡλίῳ συμφωνεῑν καὶ συνεπικουρεῑν φασὶ Κρόνον τε καὶ Δία», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπικουρῶ «βοηθώ»].