σφαιροπαίκτης: Difference between revisions
From LSJ
τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals
(6_19) |
(40) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σφαιροπαίκτης''': -ου, ὁ, ὁ σφαιροπαικτῶν, [[σφαιριστής]], Γλωσσ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 270. | |lstext='''σφαιροπαίκτης''': -ου, ὁ, ὁ σφαιροπαικτῶν, [[σφαιριστής]], Γλωσσ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 270. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />[[σφαιριστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφαῖρα]] <span style="color: red;">+</span> [[παίκτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[παίζω]]), <b>πρβλ.</b> <i>οργανο</i>-[[παίκτης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A ball-player, juggler, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
σφαιροπαίκτης: -ου, ὁ, ὁ σφαιροπαικτῶν, σφαιριστής, Γλωσσ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 270.
Greek Monolingual
ὁ, Α
σφαιριστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + παίκτης (< παίζω), πρβλ. οργανο-παίκτης.