ταβέρνα: Difference between revisions
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
(6_10) |
(40) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ταβέρνα''': ἡ, Λατ. taberna, = [[καπηλεῖον]], [[πανδοχεῖον]], Πράξ. Ἀποστ. κή, 15. | |lstext='''ταβέρνα''': ἡ, Λατ. taberna, = [[καπηλεῖον]], [[πανδοχεῖον]], Πράξ. Ἀποστ. κή, 15. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΑ<br />[[οινοπωλείο]], [[κρασοπουλειό]], [[καπηλειό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />λαϊκό [[εστιατόριο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πανδοχείο]] («[[ἐξῆλθον]] εἰς ἀπάντησιν ἡμῑν ἄχρις Ἀππίου φόρου καὶ Τριῶν ταβερνῶν», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>taberna</i> «[[σκηνή]], [[καλύβα]], [[καπηλειό]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:56, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
ταβέρνα: ἡ, Λατ. taberna, = καπηλεῖον, πανδοχεῖον, Πράξ. Ἀποστ. κή, 15.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
οινοπωλείο, κρασοπουλειό, καπηλειό
νεοελλ.
λαϊκό εστιατόριο
αρχ.
πανδοχείο («ἐξῆλθον εἰς ἀπάντησιν ἡμῑν ἄχρις Ἀππίου φόρου καὶ Τριῶν ταβερνῶν», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. taberna «σκηνή, καλύβα, καπηλειό»].