τετράπος: Difference between revisions

From LSJ

τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears

Source
(6_3)
(41)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''τετράπος''': [ᾰ], -ον, ποιητ. ἀντὶ [[τετράπους]], οὐδ’ ὅγε [[τετράπος]] ἐστὶν Ἄρατ. 214.
|lstext='''τετράπος''': [ᾰ], -ον, ποιητ. ἀντὶ [[τετράπους]], οὐδ’ ὅγε [[τετράπος]] ἐστὶν Ἄρατ. 214.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>κρητ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[τετράπους]].
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1099] poet. statt. τετράπους, Arat. Phaen. 214; ein Räthsel der Sphinx, Ath. X, 456 b.

Greek (Liddell-Scott)

τετράπος: [ᾰ], -ον, ποιητ. ἀντὶ τετράπους, οὐδ’ ὅγε τετράπος ἐστὶν Ἄρατ. 214.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κρητ. τ.) βλ. τετράπους.