τριηράρχης: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(6_19)
(41)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τριηράρχης''': -ου, ὁ, μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[τριήραρχος]], τριηράρχας μὲν ὠνόμαζον οἱ παλαοὶ τοὺς ἄρχοντας τῶν τριήρων Γαλην. τ. 6, σ. 39.
|lstext='''τριηράρχης''': -ου, ὁ, μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[τριήραρχος]], τριηράρχας μὲν ὠνόμαζον οἱ παλαοὶ τοὺς ἄρχοντας τῶν τριήρων Γαλην. τ. 6, σ. 39.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[τριήραρχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τριήρης]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i>].
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐηράρχης Medium diacritics: τριηράρχης Low diacritics: τριηράρχης Capitals: ΤΡΙΗΡΑΡΧΗΣ
Transliteration A: triērárchēs Transliteration B: triērarchēs Transliteration C: triirarchis Beta Code: trihra/rxhs

English (LSJ)

   A v. τριήραρχος.

Greek (Liddell-Scott)

τριηράρχης: -ου, ὁ, μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ τριήραρχος, τριηράρχας μὲν ὠνόμαζον οἱ παλαοὶ τοὺς ἄρχοντας τῶν τριήρων Γαλην. τ. 6, σ. 39.

Greek Monolingual

ὁ, Α
τριήραρχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριήρης + -άρχης].