τριηράρχης: Difference between revisions
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
(6_19) |
(41) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τριηράρχης''': -ου, ὁ, μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[τριήραρχος]], τριηράρχας μὲν ὠνόμαζον οἱ παλαοὶ τοὺς ἄρχοντας τῶν τριήρων Γαλην. τ. 6, σ. 39. | |lstext='''τριηράρχης''': -ου, ὁ, μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[τριήραρχος]], τριηράρχας μὲν ὠνόμαζον οἱ παλαοὶ τοὺς ἄρχοντας τῶν τριήρων Γαλην. τ. 6, σ. 39. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />[[τριήραρχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τριήρης]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
A v. τριήραρχος.
Greek (Liddell-Scott)
τριηράρχης: -ου, ὁ, μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ τριήραρχος, τριηράρχας μὲν ὠνόμαζον οἱ παλαοὶ τοὺς ἄρχοντας τῶν τριήρων Γαλην. τ. 6, σ. 39.
Greek Monolingual
ὁ, Α
τριήραρχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριήρης + -άρχης].