τετράσωμος: Difference between revisions
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
(6_16) |
(41) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τετράσωμος''': -ον, = τῷ προηγ., Μεταγεν. | |lstext='''τετράσωμος''': -ον, = τῷ προηγ., Μεταγεν. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που μπορεί να περιλάβει [[τέσσερα]] σώματα («[[τετράσωμος]] [[οἶκος]]», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σωμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῶμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>τρί</i>-<i>σωμος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:58, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A suitable for holding four bodies, οἶκος MAMA1.235 (Laodicea Combusta).
Greek (Liddell-Scott)
τετράσωμος: -ον, = τῷ προηγ., Μεταγεν.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που μπορεί να περιλάβει τέσσερα σώματα («τετράσωμος οἶκος», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -σωμος (< σῶμα), πρβλ. τρί-σωμος].