τρίκουρος: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρίκουρος''': -ον, ὁ κειρόμενος κατὰ πᾶν τρίτον [[ἔτος]], Ἡσύχ.· πρβλ. [[τρικόρωνος]]. | |lstext='''τρίκουρος''': -ον, ὁ κειρόμενος κατὰ πᾶν τρίτον [[ἔτος]], Ἡσύχ.· πρβλ. [[τρικόρωνος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁ ἐπὶ [[τρία]] ἔτη κεκ(αθ)αρμένος [[κριός]], ὁμοίως καὶ ὁ μὴ κεκ(αθ)αρμένος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κουρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κουρά]] «[[κούρεμα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ἡμί</i>-<i>κουρος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:58, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ ἐπὶ τρία ἔτη κεκ[αθ]αρμένος κριός, ὁμοίως καὶ ὁ μὴ κεκ[αθ]αρμένος, Id.
German (Pape)
[Seite 1144] dreischürig, alle drei Jahre od. dreimal im Jahre geschoren od. zu scheeren, Hesych.; bei Alciphr. 1, 28 f. L.
Greek (Liddell-Scott)
τρίκουρος: -ον, ὁ κειρόμενος κατὰ πᾶν τρίτον ἔτος, Ἡσύχ.· πρβλ. τρικόρωνος.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐπὶ τρία ἔτη κεκ(αθ)αρμένος κριός, ὁμοίως καὶ ὁ μὴ κεκ(αθ)αρμένος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -κουρος (< κουρά «κούρεμα»), πρβλ. ἡμί-κουρος].