τυμβοποιός: Difference between revisions
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
(6_15) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τυμβοποιός''': ὁ, ὁ ἀνοίγων ἢ σκάπτων τάφον, [[νεκροθάπτης]], Ἀνώνυμ. παρὰ τῷ Gale, Opusc. Myth. σ. 706. | |lstext='''τυμβοποιός''': ὁ, ὁ ἀνοίγων ἢ σκάπτων τάφον, [[νεκροθάπτης]], Ἀνώνυμ. παρὰ τῷ Gale, Opusc. Myth. σ. 706. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που κατασκευάζει τάφους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύμβος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:58, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A grave-digger, Dialex.1.3.
Greek (Liddell-Scott)
τυμβοποιός: ὁ, ὁ ἀνοίγων ἢ σκάπτων τάφον, νεκροθάπτης, Ἀνώνυμ. παρὰ τῷ Gale, Opusc. Myth. σ. 706.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που κατασκευάζει τάφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + -ποιός].