τυμπανόκρουστος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ δ' ἐκ τυράννων αἰσχροκέρδειαν φιλεῖ → The race of tyrants loves shameful profit

Sophocles, Antigone, 1056
(42)
(No difference)

Revision as of 12:58, 29 September 2017

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που είναι τόσο τεντωμένος ώστε να μπορεί κανείς να τον χτυπήσει σαν τύμπανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + -κρουστος (< κρούω), πρβλ. -κρουστος].