υἱαρχία: Difference between revisions

From LSJ

πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)

Source
(6_9)
(42)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''υἱαρχία''': ἡ, (υἱὸς) ἡ [[ἀρχή]], ἡ [[ἐξουσία]] τοῦ Υἱοῦ, Διον. Ἀεροπ. 645C.
|lstext='''υἱαρχία''': ἡ, (υἱὸς) ἡ [[ἀρχή]], ἡ [[ἐξουσία]] τοῦ Υἱοῦ, Διον. Ἀεροπ. 645C.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />η [[εξουσία]] του υιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[υἱός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>άρχης</i> <span style="color: red;"><</span> [[άρχω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πατρι</i>-<i>αρχία</i>].
}}
}}

Revision as of 12:58, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1175] ἡ, die Herrschaft des Sohnes, Dionys. Areop.

Greek (Liddell-Scott)

υἱαρχία: ἡ, (υἱὸς) ἡ ἀρχή, ἡ ἐξουσία τοῦ Υἱοῦ, Διον. Ἀεροπ. 645C.

Greek Monolingual

ἡ, Α
η εξουσία του υιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υἱός + -αρχία (< -άρχης < άρχω), πρβλ. πατρι-αρχία].