υπάνθρωπος: Difference between revisions
From LSJ
(43) |
(No difference)
|
Revision as of 12:58, 29 September 2017
Greek Monolingual
ο, Ν
άτομο που στερείται στοιχειώδους ανθρωπισμού, που δεν έχει κανέναν ηθικό φραγμό, παλιοτόμαρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + άνθρωπος (πρβλ. υπερ-άνθρωπος)].