παλιοτόμαρο

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

το
(υβριστικά) αισχρός και τιποτένιος άνθρωπος, παλιόκορμο, παλιόμουτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο)- (βλ. λ. παλαιο-) + τομάρι].