υπάνθρωπος

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
άτομο που στερείται στοιχειώδους ανθρωπισμού, που δεν έχει κανέναν ηθικό φραγμό, παλιοτόμαρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + άνθρωπος (πρβλ. υπεράνθρωπος)].