φιλέψιος: Difference between revisions
From LSJ
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
(6_18) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλέψιος''': -ον, ὁ, ἀγαπῶν τὰ παιχνίδια, τὰς διασκεδάσεις, Νόνν. Διονυσ. 10. 378, Εὐστ. Πονημάτ. 115. 46. | |lstext='''φῐλέψιος''': -ον, ὁ, ἀγαπῶν τὰ παιχνίδια, τὰς διασκεδάσεις, Νόνν. Διονυσ. 10. 378, Εὐστ. Πονημάτ. 115. 46. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που αγαπά τα παιχνίδια, τις διασκεδάσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ἐψιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἑψία]] [II] «[[είδος]] παιχνιδιού με ψηφίδες»)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (ἑψιάομαι)
A fond of play, sportive, Nonn.D.10.378.
German (Pape)
[Seite 1276] das Spiel liebend, Nonn. D. 10, 378.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλέψιος: -ον, ὁ, ἀγαπῶν τὰ παιχνίδια, τὰς διασκεδάσεις, Νόνν. Διονυσ. 10. 378, Εὐστ. Πονημάτ. 115. 46.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που αγαπά τα παιχνίδια, τις διασκεδάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -ἐψιος (< ἑψία [II] «είδος παιχνιδιού με ψηφίδες»)].