φελλίον: Difference between revisions
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
(6_22) |
(44) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φελλίον''': τό, φελλίς, ίδος, ἡ, ἴδε ἐν λ. [[φελλεύς]]. | |lstext='''φελλίον''': τό, φελλίς, ίδος, ἡ, ἴδε ἐν λ. [[φελλεύς]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, τ. πληθ. και [[φελλέα]], τὰ, Α<br />(<b>[[κυρίως]] στον πληθ.</b>) <i>τὰ [[φελλία]] και [[φελλέα]]<br />πετρώδεις τόποι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[φελλεύς]], με κατάλ. -<i>ίον</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A = φελλεύς 1, X.Cyn.5.18 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1260] τό, gew. im plur., = φελλεύς; Xen. Cyn. 4, 18; Tim. lex. Plat. φελλία, χωρία λεπτόγεια.
Greek (Liddell-Scott)
φελλίον: τό, φελλίς, ίδος, ἡ, ἴδε ἐν λ. φελλεύς.
Greek Monolingual
τὸ, τ. πληθ. και φελλέα, τὰ, Α
(κυρίως στον πληθ.) τὰ φελλία και φελλέα
πετρώδεις τόποι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. φελλεύς, με κατάλ. -ίον].