μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
(45) |
(No difference)
|
-ωνος, ὁ, ΜΑ
μσν.
μτφ. αυτός που πίνει από την φλάσκα
αρχ.
1. φλάσκα
2. (κατά τον Ησύχ.) «φλάσκων δέ ἐστιν εἶδος ποτηρίου».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. flasca, -ae / flasco, -ōnis, (βλ. και λ. φλάσκα)].