φισκίνα: Difference between revisions
From LSJ
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
(45) |
(No difference)
|
Revision as of 13:00, 29 September 2017
Greek Monolingual
ἡ, Μ
δεξαμενή, κολυμβήθρα («εἰς τὸ χεῑλος τῆς φισκίνης ὅπου ἐβαπτίσατέ με», Αναστ. Σιν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. piscina «δεξαμενή, κολυμπήθρα, ιχθυοτροφείο»].