φουφού: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source
(45)
(No difference)

Revision as of 13:00, 29 September 2017

Greek Monolingual

και φουβού και φουγού, η, Ν
φορητό μαγκάλι για μαγείρεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. fufu < ελλ. φουβού < φουγού < βεν. fogo «φωτιά»].