χαλκουργία: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(6_11) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χαλκουργία''': ἡ, τὸ ἐργάζεσθαι τὸν χαλκὸν ἢ τὸν ὀρείχαλκον, τὸ [[ἔργον]] τοῦ χαλκουργοῦ, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 104. | |lstext='''χαλκουργία''': ἡ, τὸ ἐργάζεσθαι τὸν χαλκὸν ἢ τὸν ὀρείχαλκον, τὸ [[ἔργον]] τοῦ χαλκουργοῦ, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 104. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[χαλκουργός]]<br />η [[τέχνη]] και το [[επάγγελμα]] του χαλκουργού. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A working in bronze, Poll.7.104.
German (Pape)
[Seite 1332] ἡ, das Arbeiten in Kupfer (?).
Greek (Liddell-Scott)
χαλκουργία: ἡ, τὸ ἐργάζεσθαι τὸν χαλκὸν ἢ τὸν ὀρείχαλκον, τὸ ἔργον τοῦ χαλκουργοῦ, Πολυδ. Ζ΄, 104.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ χαλκουργός
η τέχνη και το επάγγελμα του χαλκουργού.