φωτοχυσία: Difference between revisions

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source
(6_9)
(46)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''φωτοχῠσία''': ἡ, (χέω) ὡς καὶ νῦν, [[πλήμμυρα]] φωτός, Διονυσ. Ἀρεοπ. Ἐπιστ. 5, κλπ.
|lstext='''φωτοχῠσία''': ἡ, (χέω) ὡς καὶ νῦν, [[πλήμμυρα]] φωτός, Διονυσ. Ἀρεοπ. Ἐπιστ. 5, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ<br />[[πλημμύρα]] φωτός, [[φωταψία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χυσία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>χυτης</i> <span style="color: red;"><</span> <i>χέω</i>)].
}}
}}

Revision as of 13:01, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1324] ἡ, Erguß des Lichtes, Ueberfluß des Lichtes, Dion. Areop.

Greek (Liddell-Scott)

φωτοχῠσία: ἡ, (χέω) ὡς καὶ νῦν, πλήμμυρα φωτός, Διονυσ. Ἀρεοπ. Ἐπιστ. 5, κλπ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
πλημμύρα φωτός, φωταψία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)- + -χυσία (< -χυτης < χέω)].