φωτοχυσία
From LSJ
εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus
German (Pape)
[Seite 1324] ἡ, Erguß des Lichtes, Überfluß des Lichtes, Dion. Areop.
Greek (Liddell-Scott)
φωτοχῠσία: ἡ, (χέω) ὡς καὶ νῦν, πλήμμυρα φωτός, Διονυσ. Ἀρεοπ. Ἐπιστ. 5, κλπ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
πλημμύρα φωτός, φωταψία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)- + -χυσία (< -χυτης < χέω)].