Κοραγοί: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[Κοραγοί]], οἱ (Α)<br />οι ιερείς που τελούσαν την [[εορτή]] τών Κοραγίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Κόρη</i> ([[προσωνυμία]] της Περσεφόνης) <span style="color: red;">+</span> -<i>αγοί</i>, πληθ. του -[[αγός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγός]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λοχ</i>-[[αγός]], <i>στρατ</i>-[[αγός]]].
|mltxt=[[Κοραγοί]], οἱ (Α)<br />οι ιερείς που τελούσαν την [[εορτή]] τών Κοραγίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Κόρη</i> ([[προσωνυμία]] της Περσεφόνης) <span style="color: red;">+</span> -<i>αγοί</i>, πληθ. του -[[αγός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγός]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>), πρβλ. <i>λοχ</i>-[[αγός]], <i>στρατ</i>-[[αγός]]].
}}
}}

Revision as of 11:10, 19 December 2018

Greek Monolingual

Κοραγοί, οἱ (Α)
οι ιερείς που τελούσαν την εορτή τών Κοραγίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κόρη (προσωνυμία της Περσεφόνης) + -αγοί, πληθ. του -αγός (< ἀγός < ἄγω), πρβλ. λοχ-αγός, στρατ-αγός].