Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ακρόκαρπος: Difference between revisions

From LSJ

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131
(2)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκρόκαρπος]], -ον) (για δέντρα) αυτός που καρποφορεί στην [[κορυφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]]<br />η λ. πέρασε και στην ξεν. βοτανική [[ορολογία]], <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>acrocarpous</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκρόκαρπος]], -ον) (για δέντρα) αυτός που καρποφορεί στην [[κορυφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]]<br />η λ. πέρασε και στην ξεν. βοτανική [[ορολογία]], πρβλ. αγγλ. <i>acrocarpous</i>].
}}
}}

Revision as of 10:12, 23 December 2018

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκρόκαρπος, -ον) (για δέντρα) αυτός που καρποφορεί στην κορυφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + καρπός
η λ. πέρασε και στην ξεν. βοτανική ορολογία, πρβλ. αγγλ. acrocarpous].