αμβλυωπικός: Difference between revisions

From LSJ

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source
(3)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με την [[αμβλυωπία]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) ο [[αμβλυωπικός]], <i>η αμβλυωπική</i><br />αυτός που πάσχει από [[αμβλυωπία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> [[αμβλυωπία]], <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>amblyopic</i>].
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με την [[αμβλυωπία]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) ο [[αμβλυωπικός]], <i>η αμβλυωπική</i><br />αυτός που πάσχει από [[αμβλυωπία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> [[αμβλυωπία]], πρβλ. αγγλ. <i>amblyopic</i>].
}}
}}

Revision as of 10:20, 23 December 2018

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. ο σχετικός με την αμβλυωπία
2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο αμβλυωπικός, η αμβλυωπική
αυτός που πάσχει από αμβλυωπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αμβλυωπία, πρβλ. αγγλ. amblyopic].