αμβλυωπικός: Difference between revisions
From LSJ
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
(3) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με την [[αμβλυωπία]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) ο [[αμβλυωπικός]], <i>η αμβλυωπική</i><br />αυτός που πάσχει από [[αμβλυωπία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> [[αμβλυωπία]], | |mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με την [[αμβλυωπία]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) ο [[αμβλυωπικός]], <i>η αμβλυωπική</i><br />αυτός που πάσχει από [[αμβλυωπία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> [[αμβλυωπία]], πρβλ. αγγλ. <i>amblyopic</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:20, 23 December 2018
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. ο σχετικός με την αμβλυωπία
2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο αμβλυωπικός, η αμβλυωπική
αυτός που πάσχει από αμβλυωπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αμβλυωπία, πρβλ. αγγλ. amblyopic].