ακρόπους: Difference between revisions

From LSJ

στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → for no one loves the messenger who brings bad news

Source
(2)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκρόπους]] (-οδος), ο (Α)<br />το [[άκρο]] του ποδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[πούς]]<br />η λ. [[αντί]] του [[ἄκρος]] [[πούς]], <b>[[πρβλ]].</b> και [[ἀκρόχειρ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀκροπόδιον]].
|mltxt=[[ἀκρόπους]] (-οδος), ο (Α)<br />το [[άκρο]] του ποδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[πούς]]<br />η λ. [[αντί]] του [[ἄκρος]] [[πούς]], πρβλ. και [[ἀκρόχειρ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀκροπόδιον]].
}}
}}

Revision as of 10:50, 23 December 2018

Greek Monolingual

ἀκρόπους (-οδος), ο (Α)
το άκρο του ποδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + πούς
η λ. αντί του ἄκρος πούς, πρβλ. και ἀκρόχειρ.
ΠΑΡ. ἀκροπόδιον.