αρσενοπληθής: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
(6)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀρσενοπληθής, ο (Α)<br />αυτός που περιλαμβάνει μεγάλο [[πλήθος]] αντρών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρσην]], -<i>ενος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πληθής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πλήθος]] (<b>[[πρβλ]].</b>. [[θυμοπληθής]], [[ισοπληθής]])].
|mltxt=ἀρσενοπληθής, ο (Α)<br />αυτός που περιλαμβάνει μεγάλο [[πλήθος]] αντρών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρσην]], -<i>ενος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πληθής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πλήθος]] (πρβλ.. [[θυμοπληθής]], [[ισοπληθής]])].
}}
}}

Latest revision as of 10:50, 23 December 2018

Greek Monolingual

ἀρσενοπληθής, ο (Α)
αυτός που περιλαμβάνει μεγάλο πλήθος αντρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρσην, -ενος + -πληθής < πλήθος (πρβλ.. θυμοπληθής, ισοπληθής)].