αρσενοπληθής: Difference between revisions
From LSJ
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
(6) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἀρσενοπληθής, ο (Α)<br />αυτός που περιλαμβάνει μεγάλο [[πλήθος]] αντρών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρσην]], -<i>ενος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πληθής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πλήθος]] ( | |mltxt=ἀρσενοπληθής, ο (Α)<br />αυτός που περιλαμβάνει μεγάλο [[πλήθος]] αντρών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρσην]], -<i>ενος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πληθής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πλήθος]] (πρβλ.. [[θυμοπληθής]], [[ισοπληθής]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:50, 23 December 2018
Greek Monolingual
ἀρσενοπληθής, ο (Α)
αυτός που περιλαμβάνει μεγάλο πλήθος αντρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρσην, -ενος + -πληθής < πλήθος (πρβλ.. θυμοπληθής, ισοπληθής)].