αμπαλάζ: Difference between revisions
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
(3) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το<br /><b>1.</b> [[συσκευασία]] σε [[δέμα]] ή [[κιβώτιο]]<br /><b>2.</b> υλικό συσκευασίας, [[περιτύλιγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>emballage</i> «[[συσκευασία]]», | |mltxt=το<br /><b>1.</b> [[συσκευασία]] σε [[δέμα]] ή [[κιβώτιο]]<br /><b>2.</b> υλικό συσκευασίας, [[περιτύλιγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>emballage</i> «[[συσκευασία]]», πρβλ. και [[αμπαλάρω]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:50, 23 December 2018
Greek Monolingual
το
1. συσκευασία σε δέμα ή κιβώτιο
2. υλικό συσκευασίας, περιτύλιγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. emballage «συσκευασία», πρβλ. και αμπαλάρω].