αμπαλάζ
From LSJ
Ἰδών τι κρυπτὸν (χρηστὸν) μηδὲν ἐκφάνῃς ὅλως → Aliquid vidisti occultum (pulchrum)? Nihil elimina → Siehst du Verborgnes (was Gutes), offenbare dich nicht ganz
Greek Monolingual
το
1. συσκευασία σε δέμα ή κιβώτιο
2. υλικό συσκευασίας, περιτύλιγμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < γαλλ. emballage «συσκευασία», πρβλ. και αμπαλάρω].