αρματοπηγός: Difference between revisions
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
(6) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἁρματοπηγός]], ο (Α)<br />αυτός που κατασκευάζει άρματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρμα]], -<i>τος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πηγός]] <span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]] ( | |mltxt=[[ἁρματοπηγός]], ο (Α)<br />αυτός που κατασκευάζει άρματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρμα]], -<i>τος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πηγός]] <span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]] (πρβλ. [[καρροπηγός]], [[κλινοπηγός]], [[σοροπηγός]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:00, 23 December 2018
Greek Monolingual
ἁρματοπηγός, ο (Α)
αυτός που κατασκευάζει άρματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρμα, -τος + -πηγός < πήγνυμι (πρβλ. καρροπηγός, κλινοπηγός, σοροπηγός)].