αρματοπηγός: Difference between revisions

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
(6)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἁρματοπηγός]], ο (Α)<br />αυτός που κατασκευάζει άρματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρμα]], -<i>τος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πηγός]] <span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[καρροπηγός]], [[κλινοπηγός]], [[σοροπηγός]])].
|mltxt=[[ἁρματοπηγός]], ο (Α)<br />αυτός που κατασκευάζει άρματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρμα]], -<i>τος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πηγός]] <span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]] (πρβλ. [[καρροπηγός]], [[κλινοπηγός]], [[σοροπηγός]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:00, 23 December 2018

Greek Monolingual

ἁρματοπηγός, ο (Α)
αυτός που κατασκευάζει άρματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρμα, -τος + -πηγός < πήγνυμι (πρβλ. καρροπηγός, κλινοπηγός, σοροπηγός)].