αργιβόειος: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
(6) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀργιβόειος]], η (Α)<br />αυτή που τρέφει [[λευκά]] βόδια (επίθ. της Εύβοιας).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αργι</i> - <span style="color: red;">+</span> -[[βόειος]] <span style="color: red;"><</span> [[βους]] ( | |mltxt=[[ἀργιβόειος]], η (Α)<br />αυτή που τρέφει [[λευκά]] βόδια (επίθ. της Εύβοιας).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αργι</i> - <span style="color: red;">+</span> -[[βόειος]] <span style="color: red;"><</span> [[βους]] (πρβλ. [[επταβόειος]], [[τετραβόειος]] <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:04, 23 December 2018
Greek Monolingual
ἀργιβόειος, η (Α)
αυτή που τρέφει λευκά βόδια (επίθ. της Εύβοιας).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αργι - + -βόειος < βους (πρβλ. επταβόειος, τετραβόειος κ.ά.)].