ἀθέρμαντος: Difference between revisions
From LSJ
Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily
(big3_1) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[frío]], [[apagado]] ἑστία A.<i>Ch</i>.629, Τάρταρος Chrys.M.60.735, cf. Sch.Hes.<i>Th</i>.5a, σώματα Gal.7.40, cf. 18(2).457, [[ἀήρ]] Alex.Aphr.<i>Pr</i>.1.113. | |dgtxt=-ον<br />[[frío]], [[apagado]] ἑστία A.<i>Ch</i>.629, Τάρταρος Chrys.M.60.735, cf. Sch.Hes.<i>Th</i>.5a, σώματα Gal.7.40, cf. 18(2).457, [[ἀήρ]] Alex.Aphr.<i>Pr</i>.1.113. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀθέρμαντος:''' -ον, αυτός που δεν θερμαίνεται· [[ἀθέρμαντος]] [[ἑστία]], [[οικογένεια]] που δεν φλέγεται από έριδες ή [[πάθη]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:15, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A not heated; ἑστία A.Ch.629, either a cold hearth, or (as Sch.) a household not heated by strife or passion.
Greek (Liddell-Scott)
ἀθέρμαντος: -ον, ὁ μὴ θερμανθείς, παρ’ Αἰσχύλ. Χο. 629· ἀθ. ἐστία, πιθ. ἑστία, δηλ. οἰκογένεια μὴ θερμαινομένη δι’ ἐρίδων καὶ παθῶν.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non réchauffé;
2 qui ne peut être réchauffé.
Étymologie: ἀ, θερμαίνω.
Spanish (DGE)
-ον
frío, apagado ἑστία A.Ch.629, Τάρταρος Chrys.M.60.735, cf. Sch.Hes.Th.5a, σώματα Gal.7.40, cf. 18(2).457, ἀήρ Alex.Aphr.Pr.1.113.
Greek Monotonic
ἀθέρμαντος: -ον, αυτός που δεν θερμαίνεται· ἀθέρμαντος ἑστία, οικογένεια που δεν φλέγεται από έριδες ή πάθη, σε Αισχύλ.