ἀκαμαντολόγχης: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
(Bailly1_1)
(2)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />à la lance infatigable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκάμας]], [[λόγχη]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />à la lance infatigable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκάμας]], [[λόγχη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκᾰμαντολόγχης:''' -ου, ὁ ([[λόγχη]]), [[ακούραστος]] στην [[χρήση]] της λόγχης, σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 17:27, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἀκᾰμαντολόγχης: -ου, ὁ, ἀκούραστος ἐν τῇ χρήσει τῆς λόγχης, Πινδ. Ι. 7 (6). 13.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
à la lance infatigable.
Étymologie: ἀκάμας, λόγχη.

Greek Monotonic

ἀκᾰμαντολόγχης: -ου, ὁ (λόγχη), ακούραστος στην χρήση της λόγχης, σε Πίνδ.