ἄλθομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187
(Autenrieth)
(2)
Line 7: Line 7:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=be healed; ἄλθετο [[χείρ]], [[was]] [[healing]], Il. 5.417†.
|auten=be healed; ἄλθετο [[χείρ]], [[was]] [[healing]], Il. 5.417†.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄλθομαι:''' Παθ., καθίσταμαι [[υγιής]], ἄλθετο [[χείρ]] (γʹ ενικ. Επικ. παρατ.), σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 17:48, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 95] heil werden, fut. s. ἀπάλθ., Hom. einmal, ἄλθετο χείρ Il. 5, 417; – wachsen, ἄρουρα ἀλθομένη ἀνέμοισιν Qu. Sm. 9, 475. Vgl. ἀλθαίνω, ἀλθήσκω, ἀλθέω.

French (Bailly abrégé)

impf. 3ᵉ sg. épq. ἄλθετο;
être guéri, se guérir.
Étymologie: DELG cf. ἀλδαίνω.

English (Autenrieth)

be healed; ἄλθετο χείρ, was healing, Il. 5.417†.

Greek Monotonic

ἄλθομαι: Παθ., καθίσταμαι υγιής, ἄλθετο χείρ (γʹ ενικ. Επικ. παρατ.), σε Ομήρ. Ιλ.