ἀμπελοεργός: Difference between revisions
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
(6_14) |
(2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμπελοεργός''': ὁ, = [[ἀμπελουργός]], Ἀνθ. Π. 6. 56. | |lstext='''ἀμπελοεργός''': ὁ, = [[ἀμπελουργός]], Ἀνθ. Π. 6. 56. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀμπελοεργός:''' ὁ = [[ἀμπελουργός]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A = ἀμπελουργός, AP 6.56 (Maced.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπελοεργός: ὁ, = ἀμπελουργός, Ἀνθ. Π. 6. 56.
Greek Monotonic
ἀμπελοεργός: ὁ = ἀμπελουργός, σε Ανθ.