ἀρρενωπία: Difference between revisions
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
(6) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀρρενωπία]], η (Α) [[αρρενωπός]]<br />η [[αρρενωπότητα]], η ανδρικότητα. | |mltxt=[[ἀρρενωπία]], η (Α) [[αρρενωπός]]<br />η [[αρρενωπότητα]], η ανδρικότητα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀρρενωπία:''' ἡ, ανδρική, [[ανδροπρεπής]] [[εμφάνιση]], [[ανδροπρέπεια]], [[ανδρισμός]], [[αρρενωπότητα]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:28, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A manly look, manliness, Pl.Smp.192a, Zeno Stoic.1.58.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρρενωπία: ἡ, οὐσιαστ. τοῦ ἀρρενωπός, ἀρρενωπότης, Πλάτ. Συμπ. 192Α.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
air mâle ou viril.
Étymologie: ἀρρενωπός.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
aspecto viril, virilidad Pl.Smp.192a, Zeno Stoic.1.58.
Greek Monolingual
ἀρρενωπία, η (Α) αρρενωπός
η αρρενωπότητα, η ανδρικότητα.
Greek Monotonic
ἀρρενωπία: ἡ, ανδρική, ανδροπρεπής εμφάνιση, ανδροπρέπεια, ανδρισμός, αρρενωπότητα, σε Πλάτ.