νεανισκεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation
(26) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νεανισκεύομαι]] (Α) [[νεανίσκος]]<br />βρίσκομαι στη νεανική [[ηλικία]] («ἔξεστιν αὐτοῑς ἐν τοῑς ἐφήβοις νεανισκεύεσθαι», <b>Ξεν.</b>). | |mltxt=[[νεανισκεύομαι]] (Α) [[νεανίσκος]]<br />βρίσκομαι στη νεανική [[ηλικία]] («ἔξεστιν αὐτοῑς ἐν τοῑς ἐφήβοις νεανισκεύεσθαι», <b>Ξεν.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νεᾱνισκεύομαι:''' αποθ., βρίσκομαι στη νεότητά μου, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:48, 30 December 2018
English (LSJ)
only pres.,
A to be in one's youth, Eup.29, Posidipp.9; ν. ἐν τοῖς ἐφήβοις X.Cyr.1.2.15, Plu.2.12b.
Greek (Liddell-Scott)
νεᾱνισκεύομαι: ἀποθ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., καὶ μόνον ἐν τῇ πρώτῃ σημασίᾳ τοῦ νεανιεύομαι, εἶμαι ἐν τῇ νεότητί μου, Εὔπολις ἐν «Σφιγξὶν» 20, κ. ἀλλ., Ξεν. Κύρ. 1. 2, 15.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
1 passer sa jeunesse qqe part;
2 se conduire en jeune homme, être léger, indiscret, téméraire.
Étymologie: νεανίσκος.
Greek Monolingual
νεανισκεύομαι (Α) νεανίσκος
βρίσκομαι στη νεανική ηλικία («ἔξεστιν αὐτοῑς ἐν τοῑς ἐφήβοις νεανισκεύεσθαι», Ξεν.).
Greek Monotonic
νεᾱνισκεύομαι: αποθ., βρίσκομαι στη νεότητά μου, σε Ξεν.