Λυκιουργής: Difference between revisions
From LSJ
(6_8) |
(5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Λυκιουργής''': -ές, συνῃρ. ἀντὶ τοῦ [[Λυκιοεργής]], ὃ ἴδε. | |lstext='''Λυκιουργής''': -ές, συνῃρ. ἀντὶ τοῦ [[Λυκιοεργής]], ὃ ἴδε. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Λυκιουργής:''' -ές, συνηρ. αντί [[Λυκιοεργής]], σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ές, contr. for Λυκιοεργής (q. v.).
Greek (Liddell-Scott)
Λυκιουργής: -ές, συνῃρ. ἀντὶ τοῦ Λυκιοεργής, ὃ ἴδε.
Greek Monotonic
Λυκιουργής: -ές, συνηρ. αντί Λυκιοεργής, σε Δημ.