ὀψιαίτερος: Difference between revisions
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
(6_20) |
(5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀψιαίτερος''': ὀψιαίτατος, Ἀττ. συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ [[ὄψιος]]. | |lstext='''ὀψιαίτερος''': ὀψιαίτατος, Ἀττ. συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ [[ὄψιος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀψιαίτερος:''' [[ὀψιαίτατος]], Αττ. συγκρ. και υπερθ. του [[ὄψιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:05, 30 December 2018
English (LSJ)
ὀψιαίτατος, Att. Comp. and Sup. of ὄψιος.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψιαίτερος: ὀψιαίτατος, Ἀττ. συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ ὄψιος.
Greek Monotonic
ὀψιαίτερος: ὀψιαίτατος, Αττ. συγκρ. και υπερθ. του ὄψιος.