ὀψιαίτερος: Difference between revisions

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
(6_20)
(5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀψιαίτερος''': ὀψιαίτατος, Ἀττ. συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ [[ὄψιος]].
|lstext='''ὀψιαίτερος''': ὀψιαίτατος, Ἀττ. συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ [[ὄψιος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀψιαίτερος:''' [[ὀψιαίτατος]], Αττ. συγκρ. και υπερθ. του [[ὄψιος]].
}}
}}

Revision as of 19:05, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀψιαίτερος Medium diacritics: ὀψιαίτερος Low diacritics: οψιαίτερος Capitals: ΟΨΙΑΙΤΕΡΟΣ
Transliteration A: opsiaíteros Transliteration B: opsiaiteros Transliteration C: opsiaiteros Beta Code: o)yiai/teros

English (LSJ)

ὀψιαίτατος, Att. Comp. and Sup. of ὄψιος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψιαίτερος: ὀψιαίτατος, Ἀττ. συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ ὄψιος.

Greek Monotonic

ὀψιαίτερος: ὀψιαίτατος, Αττ. συγκρ. και υπερθ. του ὄψιος.