οἰκοδομητέον: Difference between revisions
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
(6_20) |
(5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἰκοδομητέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ οἰκοδομῶ, δεῖ οἰκοδομεῖν, Πλάτ. Πολ. 421D. | |lstext='''οἰκοδομητέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ οἰκοδομῶ, δεῖ οἰκοδομεῖν, Πλάτ. Πολ. 421D. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''οἰκοδομητέον:''' ρημ. επίθ., [[κάτι]] που πρέπει να χτιστεί, να οικοδομηθεί, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:12, 30 December 2018
English (LSJ)
A one must build, Id.R. 424d.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκοδομητέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ οἰκοδομῶ, δεῖ οἰκοδομεῖν, Πλάτ. Πολ. 421D.
Greek Monotonic
οἰκοδομητέον: ρημ. επίθ., κάτι που πρέπει να χτιστεί, να οικοδομηθεί, σε Πλάτ.