οἰκοδομητέον

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκοδομητέον Medium diacritics: οἰκοδομητέον Low diacritics: οικοδομητέον Capitals: ΟΙΚΟΔΟΜΗΤΕΟΝ
Transliteration A: oikodomētéon Transliteration B: oikodomēteon Transliteration C: oikodomiteon Beta Code: oi)kodomhte/on

English (LSJ)

one must build, Id.R. 424d.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκοδομητέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ οἰκοδομῶ, δεῖ οἰκοδομεῖν, Πλάτ. Πολ. 421D.

Greek Monotonic

οἰκοδομητέον: ρημ. επίθ., κάτι που πρέπει να χτιστεί, να οικοδομηθεί, σε Πλάτ.