ὁρκίζω: Difference between revisions

5
(29)
(5)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[ὁρκίζω]]) [[όρκος]]<br /><b>1.</b> [[υποχρεώνω]] κάποιον να δώσει όρκο, να διαβεβαιώσει ή να υποσχεθεί [[κάτι]] ενόρκως<br /><b>2.</b> (μέσ. και παθ.) <i>ορκίζομαι</i><br />[[παίρνω]] όρκο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απαγγέλλω]] το [[κείμενο]] του όρκου ως [[ιερέας]], [[αξιωματούχος]] ή [[προϊστάμενος]] υπηρεσίας και το επαναλαμβάνει [[εκείνος]] που αναλαμβάνει [[επίσημα]] τα καθήκοντά του<br /><b>2.</b> [[εξορκίζω]], [[παρακαλώ]] θερμά κάποιον να κάνει ή να μην κάνει [[κάτι]] («σέ [[ορκίζω]] στα [[παιδιά]] σου...»)<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>ορκισμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />[[φανατικός]], [[άσπονδος]] («[[είναι]] ορκισμένος [[εχθρός]] της δημοκρατίας»).
|mltxt=(ΑΜ [[ὁρκίζω]]) [[όρκος]]<br /><b>1.</b> [[υποχρεώνω]] κάποιον να δώσει όρκο, να διαβεβαιώσει ή να υποσχεθεί [[κάτι]] ενόρκως<br /><b>2.</b> (μέσ. και παθ.) <i>ορκίζομαι</i><br />[[παίρνω]] όρκο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απαγγέλλω]] το [[κείμενο]] του όρκου ως [[ιερέας]], [[αξιωματούχος]] ή [[προϊστάμενος]] υπηρεσίας και το επαναλαμβάνει [[εκείνος]] που αναλαμβάνει [[επίσημα]] τα καθήκοντά του<br /><b>2.</b> [[εξορκίζω]], [[παρακαλώ]] θερμά κάποιον να κάνει ή να μην κάνει [[κάτι]] («σέ [[ορκίζω]] στα [[παιδιά]] σου...»)<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>ορκισμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />[[φανατικός]], [[άσπονδος]] («[[είναι]] ορκισμένος [[εχθρός]] της δημοκρατίας»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁρκίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[βάζω]] κάποιον να ορκιστεί, σε Ξεν., Δημ.· [[ὁρκίζω]] σετὸν Θεόν, σε [[ορκίζω]] στο [[στόμα]] του Θεού, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}