μεγαλουργής: Difference between revisions
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
(24) |
(5) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεγαλουργής]] και [[μεγαλοεργής]], -ές (Α)<br />αυτός που κάνει σπουδαία έργα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργής</i>]. | |mltxt=[[μεγαλουργής]] και [[μεγαλοεργής]], -ές (Α)<br />αυτός που κάνει σπουδαία έργα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μεγᾰλουργής:''' -γία, -γός, βλ. μεγαλο-εργ-. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 107] ές (s. μεγαλοεργής), Großes verrichtend, τὸ μ., = Folgdm, Luc. Alex. 4, wo Jacobitz μεγαλουργός lies't.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui fait de grandes choses.
Étymologie: μέγας, ἔργον.
Greek Monolingual
μεγαλουργής και μεγαλοεργής, -ές (Α)
αυτός που κάνει σπουδαία έργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -ουργής].
Greek Monotonic
μεγᾰλουργής: -γία, -γός, βλ. μεγαλο-εργ-.