διάστροφος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497
(9)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (AM [[διάστροφος]])<br /><b>1.</b> αυτός που έχει υποστεί [[διαστροφή]], διεστραμμένος, διαστρεβλωμένος<br /><b>2.</b> διεφθαρμένος, αυτός που παρεκτρέπεται από το φυσιολογικό<br /><b>3.</b> αυτός που δεν έχει φυσιολογική [[ανάπτυξη]] («τῶν κλάδων τοὺς διαστρόφους φυέντας»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κακός]], [[μοχθηρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αλλήθωρος]].
|mltxt=-ο (AM [[διάστροφος]])<br /><b>1.</b> αυτός που έχει υποστεί [[διαστροφή]], διεστραμμένος, διαστρεβλωμένος<br /><b>2.</b> διεφθαρμένος, αυτός που παρεκτρέπεται από το φυσιολογικό<br /><b>3.</b> αυτός που δεν έχει φυσιολογική [[ανάπτυξη]] («τῶν κλάδων τοὺς διαστρόφους φυέντας»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κακός]], [[μοχθηρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αλλήθωρος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διάστροφος:''' -ον, διαστρεβλωμένος, αλλοιωμένος, παραμορφωμένος, σε Ηρόδ., Τραγ.
}}
}}

Revision as of 19:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάστροφος Medium diacritics: διάστροφος Low diacritics: διάστροφος Capitals: ΔΙΑΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: diástrophos Transliteration B: diastrophos Transliteration C: diastrofos Beta Code: dia/strofos

English (LSJ)

ον,

   A twisted, distorted, δ. καὶ ἔμπηρα καὶ ἀπόπληκτα Hdt.1.167; μορφὴ καὶ φρένες δ. A.Pr. 673, cf. S.Aj.447; ὀφθαλμός Id.Tr.794; δ. κόρας ἑλίσσουσ' E.Ba. 1122, cf. 1166 (lyr.); of a person, δ. τοὺς ὀφθαλμούς, τὸ σῶμα, Ath. 8.339f, Luc.Ind.7. Adv. -φως incorrectly, λέγειν S.E.M.1.152.

Greek (Liddell-Scott)

διάστροφος: ον. ὁ συνεστραμμένος, διεστρεβλωμένος, δ. καὶ ἔμπηρα καί ἀπόπληκτα Ἡρόδ. 1. 167· μορφή καί φρένες διάστροφοι Αἰσχύλ. Πρ 673. πρβλ. Σοφ. Αἴ. 447· ὀφθαλμός, κόραι ὁ αύτ. Τρ. 794, Εὐρ. Βάκχ. 1122· ἐπὶ προσώπου, διάστροφος τοὺς ὀφθαλμούς, τό σῶμα Ἀθήν. 339F, Λουκ. Ἀπαιδ. 7._ Ἐπίρρ. -φως Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 152.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est de travers, contrefait ; dont les yeux sont hagards ; égaré, hagard.
Étymologie: διαστρέφω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1torcido, retorcido, deforme gener. del cuerpo o sus miembros πάντα (πρόβατα καὶ ὑποζύγια καὶ ἄνθρωποι) ... διάστροφα καὶ ἔμπηρα καὶ ἀπόπληκτα todos (ganado, caballerías y hombres) contrahechos, imposibilitados y paralíticos al ser lapidados, Hdt.1.167, cf. Philostr.VA 3.7, μορφὴ καὶ φρένες διάστροφοι ἦσαν mi aspecto y mi mente estaban desfigurados A.Pr.673, ἤφριζεν δ. ὅλος γενόμενος echaba espuma por la boca retorciéndose, A.Andr.Gr.3.6, μέλη Gr.Nyss.M.46.140A, c. ac. de rel. δ. τὸ σῶμα Luc.Ind.7, (κύνες) διάστροφοι τοὺς πόδας Poll.5.62, c. prep. παιδία ... κατὰ τὸ σωμάτιον διάστροφα M.Ant.1.17
subst. τὸ διάστροφον lo torcido στάθμην ... ἣ τὸ σκολιὸν αὐτοῦ καὶ διάστροφον ἐκφανὲς ποιήσει Them.Or.21.247c, cf. Simp.in Cael.184.19.
2 ref. a los ojos y la mirada torcido, bizco esp. como síntoma de locura de origen divino δ. ὀφθαλμός mirada extraviada S.Tr.794, cf. E.Ba.1166, ἀφρὸν ἐξιεῖσα καὶ διαστρόφους κόρας ἑλίσσουσ' echando espuma y girando sus pupilas extraviadas E.Ba.1122, cf. HF 868, tb. de la mente τόδ' ὄμμα καὶ φρένες διάστροφοι S.Ai.447
como defecto estrábico, bizco (οἱ ὀφθαλμοί) διάστροφοί εἰσι καὶ ἐς ἀλλήλους ὁρῶσι Luc.DMeretr.2.1, cf. Gr.Naz.M.36.441A, de pers., c. ac. de rel. δ. τοὺς ὀφθαλμούς Ath.339f, cf. Poll.4.149, Alex.Aphr.in Sens.20.13
subst. τό διάστροφον retorcimiento, extravío τῆς ψυχῆς AP 11.412.3 (Antioch.).
II fig.
1 equivocado, erróneo δόξα S.E.M.7.209, de pers. Syrian.in Metaph.83.23
perverso, corrupto ἑτεροδοξία Eus.HE 7.30.1, E.Th.1.18, νουθεσία Agathan.V.Gr.Ill.86, cf. Basil.Ep.130.1, 262.1, de pers., Chrys.M.64.665C, meton. ὦ τὸ ... στόμα διάστροφον Ath.Al.Decr.40.13.
2 ref. a la lengua distorsionado, deformado ὀνόματα Luc.Lex.17, μηδέν ref. a lo que narra un hist., Luc.Hist.Cons.51.
III adv. -ως erróneamente ref. la lengua ὁ δ. λέγων «ὁ χελιδών» el que erróneamente dice «el golondrina» S.E.M.1.152, διὰ τὸ δ. παρ' αὐτῷ κεῖσθαι por encontrarse en él con errores desde el punto de vista textual, Epiph.Const.Haer.42.12 (p.182), cf. S.E.M.1.279, Eus.E.Th.3.1.1, Phlp.in de An.21.24
falsamente, de modo tergiversado νοεῖν Pamph.Mon.Solut.6.55.

Greek Monolingual

-ο (AM διάστροφος)
1. αυτός που έχει υποστεί διαστροφή, διεστραμμένος, διαστρεβλωμένος
2. διεφθαρμένος, αυτός που παρεκτρέπεται από το φυσιολογικό
3. αυτός που δεν έχει φυσιολογική ανάπτυξη («τῶν κλάδων τοὺς διαστρόφους φυέντας»)
νεοελλ.
κακός, μοχθηρός
αρχ.
αλλήθωρος.

Greek Monotonic

διάστροφος: -ον, διαστρεβλωμένος, αλλοιωμένος, παραμορφωμένος, σε Ηρόδ., Τραγ.