λόγχιμος: Difference between revisions

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λόγχιμος]],-ον (Α) [[λόγχη]]<br />αυτός που ανήκει σε [[λόγχη]] ή προέρχεται από [[λόγχη]] («κλόνους λογχίμους» — κρότους που προέρχονται από λόγχες, <b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=[[λόγχιμος]],-ον (Α) [[λόγχη]]<br />αυτός που ανήκει σε [[λόγχη]] ή προέρχεται από [[λόγχη]] («κλόνους λογχίμους» — κρότους που προέρχονται από λόγχες, <b>Αισχύλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''λόγχῐμος:''' -ον ([[λόγχη]]), αυτός που ανήκει σε [[λόγχη]], κλόνοι [[λόγχιμοι]], [[κρότος]] από [[σύγκρουση]] δοράτων [[μεταξύ]] τους, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 19:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λόγχῐμος Medium diacritics: λόγχιμος Low diacritics: λόγχιμος Capitals: ΛΟΓΧΙΜΟΣ
Transliteration A: lónchimos Transliteration B: lonchimos Transliteration C: logchimos Beta Code: lo/gximos

English (LSJ)

ον,

   A of a spear, κλόνοι λ. the clash of spears, A.Ag.404 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

λόγχῐμος: -ον, ἀνήκων εἰς λόγχην, κλόνοι λ., ἡ κλαγγή, ὁ κρότος τῶν λογχῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 405.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de lance.
Étymologie: λόγχη.

Greek Monolingual

λόγχιμος,-ον (Α) λόγχη
αυτός που ανήκει σε λόγχη ή προέρχεται από λόγχη («κλόνους λογχίμους» — κρότους που προέρχονται από λόγχες, Αισχύλ.).

Greek Monotonic

λόγχῐμος: -ον (λόγχη), αυτός που ανήκει σε λόγχη, κλόνοι λόγχιμοι, κρότος από σύγκρουση δοράτων μεταξύ τους, σε Αισχύλ.