φιλοσοφητέον: Difference between revisions
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
(6_20) |
(6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φιλοσοφητέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ φιλοσοφῶ, δεῖ φιλοσοφεῖν, Πλάτ. Εὐθύδ. 288D, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 304· φιλοσοφίαν φ. Λουκ. Ἑρμότ. 45· φ. [[περί]] τινος Ἀθήν. 632Β. | |lstext='''φιλοσοφητέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ φιλοσοφῶ, δεῖ φιλοσοφεῖν, Πλάτ. Εὐθύδ. 288D, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 304· φιλοσοφίαν φ. Λουκ. Ἑρμότ. 45· φ. [[περί]] τινος Ἀθήν. 632Β. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φῐλοσοφητέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να εξεταστεί φιλοσοφικά, σε Πλάτ. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 30 December 2018
English (LSJ)
A one must pursue knowledge, Pl.Euthd.288d, Isoc.15.285, Epicur.Ep.3p.59U., Cic.Att.1.16.13, Iamb.Protr.12; ἥντινα [φιλοσοφίαν] φ. Luc. Herm.45; φ. περὶ μουσικῆς Ath.14.632b, cf. Plot.3.5.2.
Greek (Liddell-Scott)
φιλοσοφητέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ φιλοσοφῶ, δεῖ φιλοσοφεῖν, Πλάτ. Εὐθύδ. 288D, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 304· φιλοσοφίαν φ. Λουκ. Ἑρμότ. 45· φ. περί τινος Ἀθήν. 632Β.
Greek Monotonic
φῐλοσοφητέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να εξεταστεί φιλοσοφικά, σε Πλάτ. κ.λπ.