φιλοσοφητέον
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
one must pursue knowledge, Pl.Euthd.288d, Isoc.15.285, Epicur.Ep.3p.59U., Cic.Att.1.16.13, Iamb.Protr.12; ἥντινα [φιλοσοφίαν] φ. Luc. Herm.45; φ. περὶ μουσικῆς Ath.14.632b, cf. Plot.3.5.2.
Greek (Liddell-Scott)
φιλοσοφητέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ φιλοσοφῶ, δεῖ φιλοσοφεῖν, Πλάτ. Εὐθύδ. 288D, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 304· φιλοσοφίαν φ. Λουκ. Ἑρμότ. 45· φ. περί τινος Ἀθήν. 632Β.
Greek Monotonic
φῐλοσοφητέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να εξεταστεί φιλοσοφικά, σε Πλάτ. κ.λπ.