συνεκτέον: Difference between revisions
From LSJ
Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς προσδέχου συμβουλίαν → Tu non nisi a prudente consilium pete → Von einem weisen Mann nur nimm Beratung an
(6_20) |
(6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνεκτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[συνέχω]], δεῖ συνέχειν, συγκρατεῖν, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 70. | |lstext='''συνεκτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[συνέχω]], δεῖ συνέχειν, συγκρατεῖν, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 70. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συνεκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[συνέχω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να συγκρατεί, να τηρεί σε [[συνοχή]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:16, 30 December 2018
English (LSJ)
(συνέχω)
A one must keep together, τοὺς ἀγαθοὺς ἄνδρας X.Cyr.7.5.70.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ συνέχω, δεῖ συνέχειν, συγκρατεῖν, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 70.
Greek Monotonic
συνεκτέον: ρημ. επίθ. του συνέχω, αυτό που πρέπει κάποιος να συγκρατεί, να τηρεί σε συνοχή, σε Ξεν.